…ἀγρίευε τὴ λάσπη ποὺ πατοῦσε
νὰ προλάβει
-νύχτα-
ν’ ἀναστήσει
τὴ νεκρὴ
τοῦ κόσμου ὁ ποιητής
προτοῦ λαλήσει ἀλέκτωρ τρεῖς
κι ἀναστηθοῦν οἱ ἀρνήσεις
κι οἱ Ἰουδαῖοι «ἆρον»
κράξουνε ξανὰ
πρὶν ἀπ’ τὸ θαῦμα
Σταμάτησε γιὰ μιὰ στιγμὴ
πάνω ἀπὸ ἕνα ῥυἀκι
ποὺ λίμναζε στὴν ἄγρια γῆ
κάτω ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια να δεῖ
κατάλοιπα ἀνθρώπων ἀφημένα-
λόγια ἀποτσίγαρα θαμμένα-
σὲ πόρνες συναθροίσεις
Μὰ ἡ νύχτα ἡ πανσέληνη-
ἀπόλυτο γυαλί-
μὴ μὲ ρωτήσεις πῶς-
χαμήλωνε τὸ φῶς
ἀπάνω στὸ θαμπὸ νερὸ
καὶ δυὸ μονάχα μάτια ἀντανακλοῦσε
ποὺ ἐπίμονα κοιτούσανε να δοῦνε
τὰ λείψανα στὴ ῥίζα τοῦ νεροῦ
κι ἤτανε τόσο ἀπόλυτη
ἔξω ἀπ’ τὰ τείχη τοῦ θανάτου
ἡ νύχτα
ποὺ ἄλλο τίποτα, ἐξὸν
ἀπὸ τὴ θλίψη της
ἡ θλίψη του δὲν μπόρεσε νὰ δεῖ
Ἤτανε βοῦρκος-πλέον -
τὸ ῥυάκι
Κι ὅσες τῆς λύπης
στάλες βούρκωσαν ἐντός του
δὲ μπόρεσαν τὸ θάμπος να ξεπλύνουν
Προσπέρασε
Διασκέλισε
ἐσπρώχτηκε
μέσ’ στοῦ θανάτου τὸ συνωστισμὸ
μέσα στὰ τείχη ποὺ ἡ νεκρὴ περίμενε
Δὲν ξέρω πῶς
λίγο τὸ φῶς
πολλὴ ἡ βουὴ
κι ὅμως αὐτὸς
τοῦ πονεμένου μου χεριοῦ
ἔνοιωσε τ’ ἄγγιγμα
στὶς ῥίζες τῶν ποδιῶν του
Μοῦ δειξε βιαστικὸς ἐκεῖ
Ποὺ ἡ νεκρὴ περίμενε
«περίμενε» τοῦ εἶπα
«καὶ ἐμένα!
Τόσα κορμιὰ ἐκεῖ μέσα
Πεθαμένα
τί ἆραγε ἀπὸ θάνατο νὰ ξέρουν;»
Τοῦ φίλησα τὰ λασπωμένα πόδια
μοῦ φίλησε τὰ πονεμένα χέρια
καὶ φύγαμε μαζὶ
ἔξω ἀπ’ τὰ τείχη
τοῦ θανάτου