σκόνταψα στο ανείπωτο
κι ανοίχτηκε εντός μου
το πέρασμα του τρόμου
ακούμπησα το μέτωπο
κι έπεσε ένα κεφάλι
σε μιαν άδεια αγκάλη
χωρίς καρδιά στη μέση
φώναξα τ᾽ άπειρο νερό
που με κρατούσε μέσα
και το σκοτάδι ρίγησε
και στάθηκε η φωνή μου
τα χείλη μου που κάλεσαν
ονόματα απ᾽ τα βάθη
γίναν μαχαίρια κοφτερά
κι έκοψαν την ψυχή μου
και η μισή πλατάγισε στου σκοταδιού τα βάθη
η ἀλλη έγινε άλογο και στήθηκεν εμπρός μου
και μ´έσυρε απ᾽ του κόσμου το ανήμερο λιβάδι
κι έτσι καθώς εκάλπασε μέσα απ᾽ τη στενωπό μου
εγέλασα το Χάροντα που κατοικούσε εντός μου
που μεινε έρμος να κρατά τα ανάξιά μου ράκη