Κοίταζε Νότο και Βοριά
Ανατολή και Δύση
Και είχε τα μάτια τέσσερα,
το τετραπέρατο
με το να έβλεπε τα χέρια
του πατέρα να
στολίζουνε το δέντρο
πλάι στο έπιπλο το βαρύ το
ασήκωτο ανήμερα Χριστούγεννα
με τ’ άλλο
της μάνας του τα δάκρυα
έβλεπε
που κοίταζαν τα χέρια του
πατέρα του
πλάι στο τραπέζι το ελαφρύ
το εύκολο
στις μετακινήσεις
το τρίτο κοίταζε την κούκλα τη σπασμένη
της αδερφής μέσα στην
κούνια που
την έβαζαν να κοιμηθεί
ώσπου μεγάλωσε ..
και με το τελευταίο
τον τοίχο τον ασβεστωμένο
των κυπαρισσιών που μεγάλωναν
στο τέρμα της γειτονιάς
κοίταζε και…
μεγάλωνε το τετραπέρατο
κι είχε τα μάτια τέσσερα
ανοιχτά
στα τέσσερα σημεία
που σμίγανε κάθε που
γιόρταζε τη γέννησή του
και γίνονταν μια αγκαλιά
και τονε σήκωναν ψηλά
τον τετραπέρατο
κι από ψηλά κοιτώντας τα
τα τέσσερα σημάδια του
ξέχασε πως του ανήκανε
πως ήτανε
ενθύμια του σώματος που
το χε ξεχασμένο
εκεί ψηλά που τον είχανε
τα χέρια και τα δάκρυα
οι κούκλες οι ανάπηρες΄
ανεβασμένο
τώρα ο
τετραπέρατος
στο σταυροδρόμι που
τέσσερεις δρόμοι σμίγουνε
ακούει κάτω απ’ το χώμα
τα χέρια του πατέρα του
να πριονίζουνε το δέντρο
της αδερφής ακούει
στο τέρμα του ιστού
τη σπασμένη φωνή
τη μαθημένη στους αποχωρισμούς
της μάνας του το δάκρυ
να στάζει απάνω στο κρεβάτι
το ριζωμένο στη γη
και τη συμπόνια
πέρα απ’ τον τοίχο
αναζητά για το
τετραπέρατο
που το χε τόσα χρόνια
ξεχασμένο