Το σπίτι που’ χα
πυρπολήθηκε
απ’ τη φλόγα
που αναμμένη σε καρτέραγε
στη στάχτη του οσφραίνομαι
τη βάρκα που με παίρνει
πλαταγίζοντας τον ίσκιο σου
στο αινιγματικό γυαλί
κοιτάζομαι
στο στόμα της σιωπής
κι όλες μαζί οι φωνές σου
με καλούν,
η Ηλέκτρα,
η Αντιγόνη,
η άβυσσος,
στη γη που στήνουν πάλι το χορό
κορμιά και προσωπίδες
σκορπάω απ’ τις τσέπες μου
ψυχές επιφωνημάτων
στ’ αγέρωχα βουνά
να σπλαχνιστούν τον ίσκιο μου
και θεατής αθέατος
συνοδείας κορυφών
καλπάζω στον αλαλαγμό
τώρα αναδεύοντας τον κεραυνό
κυρίαρχος του ανείπωτου
πολίτης
ενεδρεύω
και σαν λιγνό θαυμαστικό
πάνω από την τέλεια στιγμή
ακροκορυφοπατώ